- κυνόροδον
- κῠνό-ροδον, τό,A dog-rose, Rosa canina, Thphr.HP4.4.8.II = ἀντίρρινον, Ps.-Dsc.4.130.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυνόροδον — κυνόροδον, τὸ (Α) 1. είδος τριαντάφυλλου ή κρίνου 2. το φυτό αντίρρινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ῥόδον] … Dictionary of Greek
κυνόροδον — dog rose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνορόδοις — κυνόροδον dog rose neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek